κατατρεπτικός

κατατρεπτικός
κατατρεπτικός, -ή, -όν (Α) [κατατρέπω]
αυτός που έχει τη δύναμη να τρέπει προς τα κάτω, ο ικανός να αναστρέφει.
επίρρ...
κατατρεπτικῶς (Α)
ανάστροφα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”